ένα παιδί μετράει τ άστρα
Στο έργο του «Ένα παιδί μετράει τα άστρα» ο Μενέλαος Λουντέμης εξιστορεί την ιστορία ενός φτωχού και ορφανού αγοριού, την ακόρεστη δίψα του για μάθηση και την αναμέτρηση του με τις ανισότητες και τις αντιξοότητες της κοινωνίας της εποχής του έχοντας έντονα ηθογραφικά στοιχεία και βιωματική γραφή. Ο Μέλιος, όπως και ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης, αναγκάζεται ήδη από την παιδική ηλικία να βγει στη βιοπάλη και παρά την ακόρεστη επιθυμία του για μόρφωση το διάβασμα για το σχολείο θα θεωρηθεί από το αφεντικό του ως ένα είδος αποσυντονισμού από την εργασία του που θα πρέπει να αποτραπεί.
Οι περιπέτειες του Μέλιου και η συνάντησή του με ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου που θα προσπαθήσουν να σταθούν δίπλα του και να τον συμβουλεύσουν όπως ο επιστάτης του σχολείου και ένας γύφτος θα φέρουν στο προσκήνιο τα ίδια τα βιώματα του συγγραφέα και τον αγώνα του για κοινωνική δικαιοσύνη σε έναν κόσμο βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων, αποκλεισμών και διαιρέσεων που γίνονται αισθητές ήδη από την παιδική ηλικία επηρεάζοντας βαθιά τον ακόμη εύθραυστο παιδικό ψυχισμό. Οι περιπέτειες του Μέλιου θα φέρουν στο προσκήνιο την αναζήτηση του ίδιου του Λουντέμη για έναν κόσμο με αγάπη, ανθρωπιά και κοινωνική δικαιοσύνη που θα διατρέξουν ολόκληρη τη ζωή του συγγραφέα και της γενιάς του.
Όπως χαρακτηριστικά θα αναφέρει ο Λουντέμης σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του: «Ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει. Κάποιοι άνθρωποι που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιό λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ΄ τους ανθρώπους χαντάκια, σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοί ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε. Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θέση του, που δεν ήταν όμοια για όλους. Τώρα ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις? Μήπως ο Θεός? Μα οι μεγάλοι, εξόν από τα άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο: Φτιάξανε το Θεό σύμφωνα με το μπόι τους και δεν περίσσευε Θεός για τα παιδιά. Του ήρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Και τότε, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες στα χέρια του. Ήταν ο εαυτός του. Ο μικρός φτωχός εαυτός του. Κανένας άλλος.»
Οι περιπέτειες του Μέλιου και η συνάντησή του με ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου που θα προσπαθήσουν να σταθούν δίπλα του και να τον συμβουλεύσουν όπως ο επιστάτης του σχολείου και ένας γύφτος θα φέρουν στο προσκήνιο τα ίδια τα βιώματα του συγγραφέα και τον αγώνα του για κοινωνική δικαιοσύνη σε έναν κόσμο βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων, αποκλεισμών και διαιρέσεων που γίνονται αισθητές ήδη από την παιδική ηλικία επηρεάζοντας βαθιά τον ακόμη εύθραυστο παιδικό ψυχισμό. Οι περιπέτειες του Μέλιου θα φέρουν στο προσκήνιο την αναζήτηση του ίδιου του Λουντέμη για έναν κόσμο με αγάπη, ανθρωπιά και κοινωνική δικαιοσύνη που θα διατρέξουν ολόκληρη τη ζωή του συγγραφέα και της γενιάς του.
Όπως χαρακτηριστικά θα αναφέρει ο Λουντέμης σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του: «Ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει. Κάποιοι άνθρωποι που δεν ήξερε ποιοι, ούτε για ποιό λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ΄ τους ανθρώπους χαντάκια, σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοί ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε. Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θέση του, που δεν ήταν όμοια για όλους. Τώρα ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις? Μήπως ο Θεός? Μα οι μεγάλοι, εξόν από τα άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο: Φτιάξανε το Θεό σύμφωνα με το μπόι τους και δεν περίσσευε Θεός για τα παιδιά. Του ήρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει την αδικία. Και τότε, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται, ήταν μες στα χέρια του. Ήταν ο εαυτός του. Ο μικρός φτωχός εαυτός του. Κανένας άλλος.»